πυματα

πυματα
    πύματα
    πύμᾰτα
    (ῠ) adv. Hom. = πύματον См. πυματον

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πυματα" в других словарях:

  • πυμάτα — πυμάτᾱ , πύματος hindmost fem nom/voc/acc dual πυμάτᾱ , πύματος hindmost fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύματα — πύματος hindmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτας — πυμάτᾱς , πύματος hindmost fem acc pl πυμάτᾱς , πύματος hindmost fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάτ' — πυμάτᾱͅ , πύματος hindmost fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυμάταν — πυμάτᾱν , πύματος hindmost fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύματ' — πύματα , πύματος hindmost neut nom/voc/acc pl πύματε , πύματος hindmost masc voc sg πύμαται , πύματος hindmost fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύματος — άτη, ον, Α 1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ. β. «οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.) 2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»